Μετάβαση στο περιεχόμενο

let up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας let up
γ΄ ενικό ενεστώτα lets up
αόριστος let up
παθητική μετοχή let up
ενεργητική μετοχή letting up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
let up <  δείτε τις λέξεις let και up

let up (en) (ανεπίσημο)

  • κοπάζω, πέφτω
      When his anger let up
    Όταν κόπασε ο θυμός του…
      The storm let up.
    Η θύελλα έπεσε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη abate