let's

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

let's: συναίρεση του let + 's (us)

Συγχώνευση[επεξεργασία]

let's (en)

  • ας + α' πρόσωπο πληθυντικού υποτακτικής του ρήματος
    Let's go!
    Ας πάμε!
    Let's eat!
    Ας φάμε!
    → δείτε τους όρους let και 's