let alone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

let alone < → δείτε τις λέξεις let και alone

Έκφραση[επεξεργασία]

let alone (en)

  • (ιδιωματισμός) πολύ περισσότερο (δε), πόσο μάλλον
    He can’t walk yet, let alone run!
    Δεν μπορεί να περπατήσει ακόμα, πολύ περισσότερο δε να τρέξει!
    He was always consistent, let alone now!
    Πάντα ήταν συνεπής, πόσο μάλλον τώρα!
    He exploits his own brother, let alone me.
    Εκμεταλλεύεται τον ίδιο του τον αδερφό, πόσο μάλλον εμένα.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]