Μετάβαση στο περιεχόμενο

difficulty

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
difficulty difficulties

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

difficulty (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δυσκολία, δυσκολεύομαι, το πρόβλημα
      They are having difficulties with their children.
    Έχουν δυσκολία με τα παιδιά τους.
      This poses no difficulty.
    Αυτό δεν παρουσιάζει καμιά δυσκολία.
      He has difficulties walking without a cane.
    Δυσκολεύεται να περπατήσει χωρίς μπαστούνι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη problem
  2. (μη μετρήσιμο) η δυσκολία, η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι δύσκολο να γίνει
      He had difficulty with making rent.
    Είχε δυσκολίες με το νοίκι.
      I don’t have a lot of difficulty with English.
    Δεν έχω πολλές δυσκολίες στα Αγγλικά μου.
      We had a lot of difficulty finding your house.
    Κοπιάσαμε να βρούμε το σπίτι σας.