problem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Problem, problém, problem-

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
problem problems

problem (en)



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

problem (da)



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

problem (no)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

problem (pl) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

problem (sr)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

problem (sv)