issue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
issue (en)
- ζήτημα, θέμα
- τεύχος, έκδοση
- issuing: μεταφορά αριστοκρατικού τίτλο σε απόγονο (εάν προβλέπεται νομικά)
- ...
Ρήμα[επεξεργασία]
issue (en)
- εκδίδω (πχ επίσημα έγγραφα, διαβατήρια, χαρτονόμισμα κλπ αλλά και βιβλία, έντυπα, αφίσες κτλ)
- μεταφέρω αριστοκρατικό τίτλο σε απόγονό μου (εάν προβλέπεται νομικά)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- issue < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
issue | issues |
issue (fr) θηλυκό