issue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
issue issues

issue (en)

  1. ζήτημα, θέμα
  2. τεύχος, έκδοση
    The police authorities are responsible for the issue of passports;
    Οι αστυνομικές αρχές είναι υπεύθυνες για την έκδοση διαβατηρίων;
    → δείτε τη λέξη issuing

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας issue
γ΄ ενικό ενεστώτα issues
αόριστος issued
παθητική μετοχή issued
ενεργητική μετοχή issuing

issue (en)

  1. εκδίδω (όπως, επίσημα έγγραφα, διαβατήρια, χαρτονόμισμα, αλλά και βιβλίο, έντυπο, αφπίσα)
  2. μεταφέρω αριστοκρατικό τίτλο σε απόγονό μου (εάν προβλέπεται νομικά)
    → δείτε τη λέξη issuing



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
issue issues

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

issue (fr) θηλυκό

  1. η διέξοδος
    sans issue - αδιέξοδος
  2. η έκβαση