Μετάβαση στο περιεχόμενο

issue

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
issue issues

issue (en)

  1. (μετρήσιμο) το ζήτημα, η υπόθεση, το σημαντικό θέμα για το οποίο οι άνθρωποι συζητούν ή διαφωνούν
    παράδειγμα  the Cyprus issue - η υπόθεση της Κύπρου
    παράδειγμα  The big issue today is whether we’ll have war or peace.
    Το μεγάλο θέμα σήμερα είναι θα αν έχουμε πόλεμο ή ειρήνη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη matter
  2. (μετρήσιμο) το ζήτημα, ένα πρόβλημα ή ανησυχία που έχει κάποιος με κάτι
    παράδειγμα  Let’s not make an issue out of it.
    Ας μην το κάνουμε ζήτημα.
    παράδειγμα  That creates new issues.
    Αυτό δημιουργεί νέα προβλήματα.
    παράδειγμα  Unemployment is a burning issue for young people.
    Η ανεργία είναι ένα πρόβλημα που καίει τους νέους.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη problem
  3. (μετρήσιμο) το τεύχος, το φύλλο, μία έκδοση από μια τακτική σειρά περιοδικών ή εφημερίδων
    παράδειγμα  the latest issue of a magazine - το τελευταίο τεύχος ενός περιοδικού
    παράδειγμα  The announcement is published in the Sunday issue of the newspaper.
    Η ανακοίνωση είναι δημοσιευμένη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας.
    παράδειγμα  in today’s issue of the Times - στη σημερινή έκδοση των Times
     συνώνυμα: edition
  4. (μετρήσιμο) η έκδοση, ένας αριθμός ή ένα σύνολο πραγμάτων που εκδίδονται ταυτόχρονα
    παράδειγμα  banknote/share/bond issue - η έκδοση χαρτονομισμάτων/μετοχών/ομολόγων
  5. (μη μετρήσιμο) η έκδοση, η κυκλοφορία, η ενέργεια του να εκδίδω πράγματα για αγορά ή χρήση από τους ανθρώπους
    παράδειγμα  the issue/issuing of a newspaper/banknotes - η έκδοση εφημερίδας/χαρτονομίσματος
    παράδειγμα  I bought new stamps on the day of their issue.
    Αγόρασα νέα γραμματόσημα την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας τους.
  6. (μη μετρήσιμο) η έκδοση, η ενέργεια του να εκδίδω επίσημα κάτι γνωστό στους ανθρώπους
    παράδειγμα  the issue of a resolution/decree/ministerial decision - η έκδοση ψηφίσματος/διατάγματος/υπουργικής απόφασης
  7. (μη μετρήσιμο, νομικός όρος) οι απόγονοι
    παράδειγμα  He died without issue.
    Πέθανε χωρίς απογόνους.
ενεστώτας issue
γ΄ ενικό ενεστώτα issues
αόριστος issued
παθητική μετοχή issued
ενεργητική μετοχή issuing

issue (en)

  1. εκδίδω, η έκδοση (όπως, επίσημα έγγραφα, διαβατήρια, χαρτονόμισμα, αλλά και βιβλίο, έντυπο, αφίσα)
    παράδειγμα  The police authorities are responsible for issuing passports.
    Οι αστυνομικές αρχές είναι υπεύθυνες για την έκδοση διαβατηρίων.
  2. μεταφέρω αριστοκρατικό τίτλο σε απόγονό μου (εάν προβλέπεται νομικά)



      ενικός         πληθυντικός  
issue issues

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

issue (fr) θηλυκό

  1. η διέξοδος
    παράδειγμα  sans issue - αδιέξοδος
  2. η έκβαση