issue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
issue | issues |
issue (en)
- ζήτημα, θέμα
- τεύχος, έκδοση
- ↪ The police authorities are responsible for the issue of passports;
- Οι αστυνομικές αρχές είναι υπεύθυνες για την έκδοση διαβατηρίων;
- → δείτε τη λέξη issuing
- ↪ The police authorities are responsible for the issue of passports;
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | issue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | issues |
αόριστος | issued |
παθητική μετοχή | issued |
ενεργητική μετοχή | issuing |
issue (en)
- εκδίδω (όπως, επίσημα έγγραφα, διαβατήρια, χαρτονόμισμα, αλλά και βιβλίο, έντυπο, αφπίσα)
- μεταφέρω αριστοκρατικό τίτλο σε απόγονό μου (εάν προβλέπεται νομικά)
- → δείτε τη λέξη issuing
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
issue | issues |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
issue (fr) θηλυκό
- η διέξοδος
- ↪ sans issue - αδιέξοδος
- η έκβαση