έκδοση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκδοση | οι | εκδόσεις |
γενική | της | έκδοσης* | των | εκδόσεων |
αιτιατική | την | έκδοση | τις | εκδόσεις |
κλητική | έκδοση | εκδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκδοση < αρχαία ελληνική ἔκδοσις < ἐκδίδωμι < ἐκ + δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dédeh₃- < *deh₃- (δίνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈek.ðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐δο‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έκδοση θηλυκό
- το σύνολο των ενεργειών που απαιτούνται για την εκτύπωση και τη διάθεση στη κυκλοφορία ενός εντύπου, βιβλίου, περιοδικού ή εφημερίδας.
- Η έκδοση του βιβλίου του συνάντησε την αδιαφορία του κοινού.
- το σύνολο των αντιτύπων ενός βιβλίου που προέρχονται από την ίδια στοιχειοθεσία.
- Η νεότερη έκδοση του βιβλίου με διορθώσεις και βελτιώσεις.
- η κριτική εργασία που απαιτείται για να εκδοθεί το κείμενο αρχαίων συγγραφέων.
- Ο Αδαμάντιος Κοραής ασχολήθηκε με την έκδοση αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
- (στον πληθυντικό)) εκδοτικός οίκος
- Οι εκδόσεις Ίκαρος εξέδωσαν τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη.
- η σύνταξη, εκτύπωση και παράδοση στον δικαιούχο προσωπικών εγγράφων, π.χ. ταυτότητας, διαβατηρίου
- Οι αστυνομικές αρχές είναι υπεύθυνες για την έκδοση διαβατηρίων.
- (οικονομία) η εκτύπωση και διάθεση στην κυκλοφορία χαρτονομισμάτων
- Η σύνταξη και ανακοίνωση μιας απόφασης.
- Η έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου θα καθυστερήσει.
- η παράδοση ενός κρατουμένου στις δικαστικές αρχές μιας άλλης χώρας για να δικαστεί.
- (πληροφορική) version: παραλλαγή λογισμικού (software) ή υλισμικού (hardware)
- → δείτε τη λέξη αναθεώρηση
- Δείτε επίσης: κύκλος ζωής έκδοσης λογισμικού στην Βικιπαίδεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] το σύνολο των ενεργειών που απαιτούνται για την εκτύπωση και τη διάθεση στη κυκλοφορία
εκδοτικός οίκος
η παράδοση ενός κρατουμένου στις δικαστικές αρχές μιας άλλης χώρας
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)