αναθεώρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναθεώρηση οι αναθεωρήσεις
      γενική της αναθεώρησης* των αναθεωρήσεων
    αιτιατική την αναθεώρηση τις αναθεωρήσεις
     κλητική αναθεώρηση αναθεωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναθεωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναθεώρηση < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναθεώρησις < (ελληνιστική κοινήἀναθεωρέω - ἀναθεωρῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναθεώρηση θηλυκό

  1. νέα θεώρηση μιας άποψης ή κατάστασης, ανασκευή, αλλαγή, τροποποίηση, επανεξέταση, ανάκληση προηγούμενων αποφάσεων
    αναθεώρηση δίκης, αναθεώρηση απόψεων, αναθεώρηση συντάγματος, αναθεώρηση ιδεολογικού δόγματος
  2. (πληροφορική) revision: προσθήκη βελτίωσης σε μεμονωμένο πρόγραμμα ή ολόκληρο λογισμικό, η οποία όταν είναι σε μικρή έκταση πρόκειται για επίθεμα (patch), ενώ σε μεγάλη για νέα έκδοση (version)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]