publication
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
publication (fr) θηλυκό
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- publication < (κληρονομημένο) μέση αγγλική publicacioun < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική publicacion < λατινική publicatio[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌpʌblɪˈkeɪʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
publication | publications |
publication (en)
- το δημοσίευμα (άρθρο, ειδικά επιστημονικό, που δημοσιεύεται)
- η δημοσίευση (η ενέργεια του δημοσιεύω)
- η έκδοση
- η γνωστοποίηση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ publication, στο λεξικό Merriam-Webster
Κατηγορίες:
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Δάνεια από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)