χαρτονόμισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτονόμισμα τα χαρτονομίσματα
      γενική του χαρτονομίσματος των χαρτονομισμάτων
    αιτιατική το χαρτονόμισμα τα χαρτονομίσματα
     κλητική χαρτονόμισμα χαρτονομίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτονόμισμα < χαρτί + νόμισμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xaɾ.toˈno.mi.zma/
χαρτονόμισμα των 10€

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρτονόμισμα ουδέτερο

  • χάρτινο νόμισμα που εκδίδεται από την κεντρική τράπεζα μιας χώρας ή ένωσης χωρών και έχει συγκεκριμένες διαστάσεις, παραστάσεις, κείμενο και χαρακτηριστικά που δεν επιτρέπουν την αντιγραφή του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]