κοπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπή οι κοπές
      γενική της κοπής των κοπών
    αιτιατική την κοπή τις κοπές
     κλητική κοπή κοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοπή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοπή θηλυκό

  1. η κατάτμηση σε κομμάτια, το κόψιμο
    ⮡  h κοπή της πίτας
  2. η δημιουργία νέων νομισμάτων
    ⮡  κυκλοφορούν λίρες παλαιάς και νέας κοπής'

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοπή αἱ κοπαί
      γενική τῆς κοπῆς τῶν κοπῶν
      δοτική τῇ κοπ ταῖς κοπαῖς
    αιτιατική τὴν κοπήν τὰς κοπᾱ́ς
     κλητική ! κοπή κοπαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοπᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κοπαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοπή < κόπτω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοπή θηλυκό

  1. κόψιμο σε κομμάτια
  2. σφαγή
  3. κατασκευή και κοπή νομίσματος
  4. διαζύγιο