frappe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
frappe frappes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

frappe (fr) θηλυκό