découpage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: decoupage

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

découpage < découp(er) + -age < dé- + couper

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
découpage découpages

découpage (fr) αρσενικό

  1. το κομμάτιασμα
  2. η εικόνα ή το σχέδιο που θα αποκοπεί
  3. το ντεκουπάζ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • découpage électoral - εκλογική διαίρεση

Συγγενικά[επεξεργασία]