γλυκοαίματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γλυκοαίματος, -η, -ο
- αξιαγάπητος, συμπαθητικός, ελκυστικός
- που τον ερωτεύονται
- (μεταφορικά) που τον τσιμπάνε εύκολα έντομα και κουνούπια