μακελειό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μακελειό | τα | μακελειά |
γενική | του | μακελειού | των | μακελειών |
αιτιατική | το | μακελειό | τα | μακελειά |
κλητική | μακελειό | μακελειά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακελειό < (ελληνιστική κοινή) μακελλεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακελειό ουδέτερο
- η σφαγή, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
- στη Μάχη του Βερντέν έγινε κανονικό μακελειό
- (μεταφορικά) μεγάλη αναστάτωση και σύγχυση
- αν τολμήσει να μου ξαναμιλήσει έτσι θα γίνει μακελειό
- (παρωχημένο) τόπος σφαγής ζώων, σφαγείο