μακελεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακελεύω < (ελληνιστική κοινή) μακελλεύω (κρατάω στάβλο και σφάζω ζώα, έχω κρεοπωλείο) < λατινικό macellum (η αγορά ίσως ήδη και το χασάπικο και μακελλάριος εκείνος που κόβει, τεμαχίζει)

μακελεύω

  • σφάζω, σκοτώνω ή τραυματίζω βαριά κάποιον με αιματηρό τρόπο, συνήθως με αιχμηρό όργανο όπως το μαχαίρι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]