sang
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sang | sangs |
sang (fr) αρσενικό
- το αίμα
- prise de sang - η αιμοληψία
- don de sang - η αιμοδοσία
- donneur de sang - ο αιμοδότης
- donneuse de sang - η αιμοδότρια
- (μεταφορικά) η ζωή
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sang (ca)
Οξιτανικά (oc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sang (oc)