sanglant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sanglant < λατινική sanguilentus < sanguinolentus
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sanglant | sanglants |
θηλυκό | sanglante | sanglantes |
sanglant (fr)
- αιμόφυρτος
- αιματηρός
- πορφυρός
- αιμοβόρος, αιμοσταγής
- (μεταφορικά) εξαιρετικά προσβλητικός, σκληρός