αιμόφυρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμόφυρτος < (λόγιο) ελληνιστική κοινή αἱμόφυρτος[1] < αἷμα + φύρω + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈmɔ.fiɾ.tɔs/
- συλλαβισμός : αι‐μό‐φυρ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αιμόφυρτος, -η, -ο
- γεμάτος αίματα από τις πληγές του
- (μεταφορικά) που έχει υποστεί πληθώρα ζημιών και θανάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμόφυρτος
[επεξεργασία]
- ↑ «αιμόφυρτος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.