φλέβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλέβα | οι | φλέβες |
γενική | της | φλέβας | των | φλεβών |
αιτιατική | τη | φλέβα | τις | φλέβες |
κλητική | φλέβα | φλέβες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλέβα < αρχαία ελληνική φλέψ-φλεβός < φλέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλέβα θηλυκό
- αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα προς την καρδιά
- Ήταν τόσο έντονη η προσπάθειά του, ώστε είχαν πεταχτεί όλες οι φλέβες του.
- πλούσιο κοίτασμα ορυκτού ή μετάλλου· κάθε ακανόνιστη διείσδυση ορυκτού ή μετάλλου σε περιβάλλοντα πετρώματα. (βλ. και εδώ)
- Οι χρυσοθήρες έπεσαν πάνω σε μια γερή φλέβα χρυσού.
- (μεταφορικά) το ποιητικό, λογοτεχνικό ταλέντο, η ποιητική ιδιοσυγκρασία
- αξιόλογη ποιητική φλέβα, ιδιαίτερη σατιρική φλέβα