Μετάβαση στο περιεχόμενο

vena

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vena (es)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vena vene

vena (it) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vena (ca)