κοίτασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κοίτασμα | κοιτάσματα |
γενική | κοιτάσματος | κοιτασμάτων |
αιτιατική | κοίτασμα | κοιτάσματα |
κλητική | κοίτασμα | κοιτάσματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοίτασμα < μεσαιωνική ελληνική κοίτασμα (κρεβάτι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοίτασμα ουδέτερο
- κοίτασμα χρυσού
- κοιτάσματα πετρελαίου
- μεταλλοφόρο κοίτασμα