gisement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gisement | gisements |
gisement (fr) αρσενικό
- το κοίτασμα
ενικός | πληθυντικός |
gisement | gisements |
gisement (fr) αρσενικό