gisement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gisement | gisements |
gisement (fr) αρσενικό
- το κοίτασμα
ενικός | πληθυντικός |
gisement | gisements |
gisement (fr) αρσενικό