ισχαιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισχαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ischémie < αρχαία ελληνική ἴσχαιμος < ἴσχω + αἷμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισχαιμία θηλυκό
- (καρδιολογία, ιατρική) περιορισμός ή ελάττωση της κυκλοφορίας του αίματος σε κάποια σημεία ή όργανα του σώματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ισχαιμικός
- → δείτε τις λέξεις έχω και αίμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Καρδιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)