αντιγόνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντιγόνο | τα | αντιγόνα |
γενική | του | αντιγόνου | των | αντιγόνων |
αιτιατική | το | αντιγόνο | τα | αντιγόνα |
κλητική | αντιγόνο | αντιγόνα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιγόνο < (καθαρεύουσα) αντιγόνον < αντί + γόνος + -ον ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική antigène)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιγόνο ουδέτερο
- (ιατρική) (φαρμακευτική) (βιοχημεία) (βιολογία) χημική ουσία που δημιουργεί στον οργανισμό αντισώματα