αντίσωμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντίσωμα ουδέτερο
- (ιατρική, ανοσοβιολογία) πρωτεΐνη που παράγεται από Β-λεμφοκύτταρα και ουδετεροποιεί συγκεκριμένο αντιγόνο