διαβητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβητικός < διαβήτης
Επίθετο
[επεξεργασία]διαβητικός, -ή, -ό
- σχετικός με το διαβήτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαβητικός αρσενικό
- αυτός που πάσχει από διαβήτη