κεντρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κεντρικά < κεντρικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]κεντρικά
- από το κέντρο (προς την περιφέρεια)
- H EE μοιράζει μόνο 5% του συνολικού προϋπολογισμού έρευνας στα κράτη-μέλη σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου μοιράζεται κεντρικά το 85% (από άρθρο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 12/06/2005)
- στο κέντρο (πχ μιας πόλης), σε κάποιο κεντρικό σημείο
- να δώσουμε ραντεβού κάπου κεντρικά για να μη χαθούμε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεντρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κεντρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κεντρικό