focus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
focus (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
focus (en)
- εστιάζω
- focus on: εστιάζω σε κάποιον/κάτι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
(πληροφορική)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- focus < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bhok- (κάψιμο), συγγενές με το (αρχαία ελληνική ) φῶς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
focus αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | focus | focī |
γενική | focī | focōrum |
δοτική | focō | focīs |
αιτιατική | focum | focōs |
κλητική | foce | focī |
αφαιρετική | focō | focīs |