σχάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχάρα < αρχαία ελληνική σχάρα < ἐσχάρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχάρα θηλυκό
- επίπεδο σκεύος, αποτελούμενο από παράλληλες μεταλλικές ράβδους, το οποίο τοποθετείται πάνω από θερμαντική εστία και πάνω σε αυτό τοποθετούνται τα υλικά που θα ψηθούν
- (κατ' επέκταση) κατασκευή με παρόμοιο σχήμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχάρα
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχάρα < ἐσχάρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχάρα θηλυκό