σχάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχάρα οι σχάρες
      γενική της σχάρας
    αιτιατική τη σχάρα τις σχάρες
     κλητική σχάρα σχάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχάρα < αρχαία ελληνική σχάρα < ἐσχάρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχάρα θηλυκό

  1. το επίπεδο σκεύος, αποτελούμενο από παράλληλες μεταλλικές ράβδους, το οποίο τοποθετείται πάνω από θερμαντική εστία και πάνω σε αυτό τοποθετούνται τα υλικά που θα ψηθούν
  2. (κατ’ επέκταση) η κατασκευή με παρόμοιο σχήμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχάρα < ἐσχάρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχάρα θηλυκό

  1. σχάρα