grate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grate (en)
- η σχάρα
Ρήμα
[επεξεργασία]grate (en)
- ξύνω ή τρίβω (πχ. τυρί ή κάτι άλλο στον τρίφτη)
- τρίζω (τα δόντια μου κάνοντας ενοχλητικό θόρυβο)
- grate on one's nerves: μου τη δίνει στα νεύρα