Μετάβαση στο περιεχόμενο

τρίβω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρίβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίβω

τρίβω, πρτ.: έτριβα, στ.μέλλ.: θα τρίψω, αόρ.: έτριψα, παθ.φωνή: τρίβομαι, π.αόρ.: τρίφτηκα, μτχ.π.π.: τριμμένος

  1. (κάτι με κάτι άλλο) μετακινώ κυκλικά ή παλινδρομικά ένα αντικείμενο πάνω σε μια επιφάνεια (η επιφάνεια είναι το αντικείμενο του ρήματος)
      τρίβω τον τοίχο με το γυαλόχαρτο
    • (ειδικότερα) (για το σώμα) εφαρμόζω πίεση με τα χέρια πάνω σε μέρος του σώματος (ως αντικείμενο τίθεται το μέρος του σώματος ή το άτομο)
        Η φυσικοθεραπεύτρια τον έτριψε γερά στο πόδι. / του έτριψε γερά το πόδι.
  2. μετατρέπω κάτι σε πολύ μικρά κομμάτια χρησιμοποιώντας ειδική συσκευή, τον τρίφτη
      Ο μάγειρας έτριψε λίγο τυρί και πασπάλισε τα μακαρόνια.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



    Ετυμολογία

    [επεξεργασία]

    τρίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁- [1] (τρίβω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

    τρίβω

    Παράγωγα

    [επεξεργασία]

    (Χρειάζεται επεξεργασία) θέμα τριβ-

    θέμα τριμμ-

    • ..

    θέμα τριπ-, τριψ-

    • ...

    Δείτε την Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁- (αρχαία ελληνικά) για τα θέματα τερη- (όπως τερηδών, τορ- (όπως τόρνος, τρω- (όπως τιτρώσκω)

    Σύνθετα

    [επεξεργασία]

    Αναφορές

    [επεξεργασία]
    1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.