τερηδών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
τερηδων-, τερηδον- | |||||
ονομαστική | ἡ | τερηδών | αἱ | τερηδόνες | |
γενική | τῆς | τερηδόνος | τῶν | τερηδόνων | |
δοτική | τῇ | τερηδόνῐ | ταῖς | τερηδόσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | τερηδόνᾰ | τὰς | τερηδόνᾰς | |
κλητική ὦ! | τερηδών | τερηδόνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τερηδόνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | τερηδόνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερηδών < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τερηδών, -όνος θηλυκό
- (εντομολογία) ξυλοφάγο έντομο, σαράκι
- φθορά των οστών
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (νέα ελληνικά) τερηδόνα με διαφορετική σημασία
Πηγές[επεξεργασία]
- «τερηδών» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «τερηδών» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κανών' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κανών' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κανών' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εντομολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)