τερηδονίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τερηδονίζομαι < ελληνιστική κοινή τερηδονίζομαι[1] < αρχαία ελληνική τερηδών
Ρήμα
[επεξεργασία]τερηδονίζομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τερηδονισμός
- → δείτε τη λέξη τερηδόνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τερηδονίζομαι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τερηδονίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
[επεξεργασία]- τερηδονίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)