Μετάβαση στο περιεχόμενο

τιτρώσκω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τιτρώσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τιτρώσκω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tiˈtɾo.sko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τιτρώσκω

τιτρώσκω

  1. προξενώ φθορά
    χρειάζεται παράθεμα
  2. πληγώνω
    χρειάζεται παράθεμα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Το ρήμα χρησιμοποιείται πλέον κυρίως στην παθητική φωνή και με το συνοπτικό θέμα του (γ΄ενικ. αορίστου: ετρώθη, παρακειμένου: έχει τρωθεί)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τῐτρώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁-. Προκείται για ενεστωτικό αναδιπλασιασμό από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα τρω- της ΠΙΕ ρίζας *terh₁- με το εναρκτικό επίθημα -σκω, παραβάλετε τα γιγνώσκω, βιβρώσκω για το ίδιο φαινόμενο.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ti.tɾɔ̌ː.skɔː/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: τιτρώσκω

τῐτρώσκω, μελλ. τρώσω, αόρ. ἔτρωσα — Παθ., μέλ. τρωθήσομαι, και στη Μέσ. τρώσομαι, γʹ μέλ. τετρώσομαι, αόρ. ἐτρώθην, παρακ. τέτρωμαι·

  1. τραυματίζω, πληγώνω
    χρειάζεται παράθεμα
  2. φονεύω, σκοτώνω
    χρειάζεται παράθεμα
  3. καταστρέφω, αχρηστεύω
    χρειάζεται παράθεμα
  4. προξενώ φθορά
    χρειάζεται παράθεμα