τρίβομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρίβομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
τρίβομαι
- με τρίβουν
- το τυρί τρίφτηκε, τα μακαρόνια έβρασαν και περιμένουμε όλοι εσένα να κάνεις τη σάλτσα
- (συνεκδοχικά) φθείρομαι
- όλα τα πουκάμισα έχουν τριφτεί στο ίδιο σημείο στο γιακά
- (μεταφορικά) αποκτώ τριβή, εμπειρία σε κάτι μέσα από τη συνεχή επαφή με αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρίβομαι
|