τριβείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριβείο τα τριβεία
      γενική του τριβείου των τριβείων
    αιτιατική το τριβείο τα τριβεία
     κλητική τριβείο τριβεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριβείο < ελληνιστική τρίβω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τριβείο ουδέτερο

  1. (μηχανολογία): χειροκίνητο εργαλείο, ή ηλεκτρική συσκευή απόξεσης ή λείανσης
  2. μηχανικό συγκρότημα τριβής ή σύνθλιψης, όπως π.χ. ελαιοτριβείο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]