grill

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
grill grills

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grill (en)

  1. (γαστρονομία) το γκριλ, σχάρα ψησταριάς, ψησίματος
  2. σχάρα εξαερισμού μηχανής αυτοκινήτου

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

για την έννοια σχάρα αποσκευών:



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grill < (άμεσο δάνειο) αγγλική grill room < grill room

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grill grills

grill (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]