αντιπαραγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπαραγωγικός < (σημασιολογικό δάνειο) την αγγλική counterproductive
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιπαραγωγικός
- που δεν βοηθάει ή που δυσκολεύει την παραγωγή ή την εξέλιξη μιας εργασίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπαραγωγικός