παραγωγικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραγωγικότητα οι παραγωγικότητες
      γενική της παραγωγικότητας των παραγωγικοτήτων
    αιτιατική την παραγωγικότητα τις παραγωγικότητες
     κλητική παραγωγικότητα παραγωγικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραγωγικότητα < παραγωγικός + -ότητα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣo.ʝiˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραγωγικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα ή η ικανότητα του παραγωγικού
  2. (οικονομία) το αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής σε σχέση με τα μέσα, τις συνθήκες και τους όρους παραγωγής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]