produce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | produce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | produces |
αόριστος | produced |
παθητική μετοχή | produced |
ενεργητική μετοχή | producing |
Ρήμα[επεξεργασία]
produce (en)
- παράγω, βγάζω, φτιάχνω πράγματα προς πώληση, ειδικά σε μεγάλες ποσότητες
- ↪ I produce rice/olive oil/fruit.
- Παράγω ρύζι/λάδι/φρούτα.
- ↪ Greece produces agricultural products.
- H Ελλάδα παράγει γεωργικά προϊόντα.
- ↪ Japan produces advanced tech products.
- H Iαπωνία παράγει προϊόντα εξελιγμένης τεχνολογίας.
- ↪ Mani produces fine olive oil.
- Η Μάνη βγάζει καλό λάδι.
- ↪ Our factory produces 100 cars a day.
- Το εργοστάσιό μας βγάζει 100 αυτοκίνητα την ημέρα.
- ↪ I produce rice/olive oil/fruit.
- παράγω, φτιάχνω κάτι ως μέρος μιας φυσικής διαδικασίας
- ↪ Friction produces heat.
- H τριβή παράγει θερμότητα.
- ↪ Sound is produced by the vibration of a chord.
- Aπό τη δόνηση μιας χορδής παράγεται ήχος.
- ↪ Friction produces heat.
- παράγω, προκαλώ ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα
- ↪ The border issues are producing tensions and friction between the two countries.
- Tα συνοριακά προβλήματα παράγουν εντάσεις και τριβές ανάμεσα στις δύο χώρες.
- ↪ narcotic substances that produce feelings of euphoria - ναρκωτικές ουσίες που παράγουν αισθήματα ευφορίας
- ↪ The border issues are producing tensions and friction between the two countries.
- βγάζω, δείχνω κάτι ή κάνω κάτι να φαίνεται από κάπου
- ↪ The conjuror produced a rabbit from his hat.
- Ο ταχυδακτυλουργός έβγαλε ένα κουνέλι από το καπέλο του.
- ↪ The conjuror produced a rabbit from his hat.
- βγάζω, ένα πρόσωπο με μια συγκεκριμένη ικανότητα ή ιδιότητα είναι από αυτήν την πόλη, τη χώρα κτλ.
- ↪ Our school has produced amazing athletes.
- Το σχολείο μας έβγαλε σπουδαίους αθλητές.
- ↪ the greatest poet the world ever produced - ο μεγαλύτερος ποιητής που έβγαλε ο κόσμος
- ↪ Our school has produced amazing athletes.
- παράγω ταινίες και θεατρικά έργα
- ↪ I am producing a film.
- Παράγω φιλμ.
- ↪ I am producing a film.
Πηγές[επεξεργασία]
- produce - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 653. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, παράγω
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
produce (ro)