Μετάβαση στο περιεχόμενο

produce

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

produce (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα κηπευτικά, προϊόντα που καλλιεργούνται σε κήπους για τη διατροφή του ανθρώπου
      The traders at the farmers’ markets again hiked the prices on produce.
    Οι έμποροι στις λαϊκές ανατίμησαν πάλι τα κηπευτικά.
ενεστώτας produce
γ΄ ενικό ενεστώτα produces
αόριστος produced
παθητική μετοχή produced
ενεργητική μετοχή producing

produce (en)

  1. (μεταβατικό) παράγω, βγάζω, φτιάχνω πράγματα προς πώληση, ειδικά σε μεγάλες ποσότητες
      I produce rice/olive oil/fruit.
    Παράγω ρύζι/λάδι/φρούτα.
      Greece produces agricultural products.
    Η Ελλάδα παράγει γεωργικά προϊόντα.
      Japan produces advanced tech products.
    Η Ιαπωνία παράγει προϊόντα εξελιγμένης τεχνολογίας.
      Mani produces fine olive oil.
    Η Μάνη βγάζει καλό λάδι.
      Our factory produces 100 cars a day.
    Το εργοστάσιό μας βγάζει 100 αυτοκίνητα την ημέρα.
  2. (μεταβατικό) παράγω, φτιάχνω κάτι ως μέρος μιας φυσικής διαδικασίας
      Friction produces heat.
    Η τριβή παράγει θερμότητα.
      Sound is produced by the vibration of a chord.
    Aπό τη δόνηση μιας χορδής παράγεται ήχος.
     συνώνυμα:  generate
  3. (μεταβατικό) παράγω, προκαλώ ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα
      The border issues are producing tensions and friction between the two countries.
    Τα συνοριακά προβλήματα παράγουν εντάσεις και τριβές ανάμεσα στις δύο χώρες.
      narcotic substances that produce feelings of euphoria - ναρκωτικές ουσίες που παράγουν αισθήματα ευφορίας
  4. (μεταβατικό) βγάζω, δείχνω κάτι ή κάνω κάτι να φαίνεται από κάπου
      The conjuror produced a rabbit from his hat.
    Ο ταχυδακτυλουργός έβγαλε ένα κουνέλι από το καπέλο του.
  5. (μεταβατικό) βγάζω, ένα πρόσωπο με μια συγκεκριμένη ικανότητα ή ιδιότητα είναι από αυτήν την πόλη, τη χώρα κτλ.
      Our school has produced amazing athletes.
    Το σχολείο μας έβγαλε σπουδαίους αθλητές.
      the greatest poet the world ever produced - ο μεγαλύτερος ποιητής που έβγαλε ο κόσμος
  6. (μεταβατικό) παράγω ταινίες και θεατρικά έργα
      I am producing a film.
    Παράγω φιλμ.
  7. (αμετάβατο) αποδίδω, παράγω σε ικανοποιητικό βαθμό
      He works a lot but without a system, with the result being him not producing.
    Εργάζεται πολύ αλλά χωρίς σύστημα, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει.

Σύνθετα

[επεξεργασία]



produce (ro)