generate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
generate (en)
- δημιουργώ, προκαλώ
- ↪ The discussion generated an uproar. → λείπει η μετάφραση
- παράγω ως αποτέλεσμα μιας φυσικής ή χημικής διεργασίας
- ↪ Adding concentrated sulphuric acid to water generates heat.
- γεννώ (πολλαπλασιάζομαι, αναπαράγομαι)
- ↪ They generated many offspring.
- (μαθηματικά) σχηματίζω, δημιουργώ ένα σχήμα από μια καμπύλη ή ένα στερεό
- ↪ Rotating a circle generates a sphere.
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
generate
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του generare
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής του generare
- πληθυντικός αριθμός, θηλυκού γένους παθητική μετοχή του generare
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
generate (la)