generate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

generate < λατινική generatus, μετοχή του generare < genus

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

generate (en)

  1. δημιουργώ, προκαλώ
    The discussion generated an uproar. λείπει η μετάφραση
  2. παράγω ως αποτέλεσμα μιας φυσικής ή χημικής διεργασίας
    Adding concentrated sulphuric acid to water generates heat.
  3. γεννώ (πολλαπλασιάζομαι, αναπαράγομαι)
    They generated many offspring.
  4. (μαθηματικά) σχηματίζω, δημιουργώ ένα σχήμα από μια καμπύλη ή ένα στερεό
    Rotating a circle generates a sphere.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

generate

  1. β΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του generare
  2. β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής του generare
  3. πληθυντικός αριθμός, θηλυκού γένους παθητική μετοχή του generare



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

generate (la)