Μετάβαση στο περιεχόμενο

generate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας generate
γ΄ ενικό ενεστώτα generates
αόριστος generated
παθητική μετοχή generated
ενεργητική μετοχή generating

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
generate < λατινική generatus, μετοχή του generare < genus

Προφορά

[επεξεργασία]
 

generate (en)

  1. (μεταβατικό) παράγω ως αποτέλεσμα μιας φυσικής ή χημικής διεργασίας
      Friction generates heat.
    Η τριβή παράγει θερμότητα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη produce
  2. (μεταβατικό) προκαλώ
      The hatred (is) generated by racial prejudices…
    Το μίσος που προκαλείται από φυλετικές προκαταλήψεις…
      The trial generated a lot of interest from the media.
    Η δίκη προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στα μέσα ενημέρωσης.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη cause
  3. (μαθηματικά) σχηματίζω, δημιουργώ ένα σχήμα από μια καμπύλη ή ένα στερεό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

generate

  1. β΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του generare
  2. β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής του generare
  3. πληθυντικός αριθμός, θηλυκού γένους παθητική μετοχή του generare



Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

generate (la)