genus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
genus (en)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | genus | generă |
γενική | generis | generum |
δοτική | generī | generĭbus |
αιτιατική | genus | generă |
κλητική | genus | generă |
αφαιρετική | genere | generĭbus |
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- genus < λατινικά gi-gn-o < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵénhos (=γένος), συγγενές με το (αρχαία ελληνική ) γένος καθώς και το (σανσκριτικά) जनस् (jánas=γένος).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
genus (la) ουδέτερο (γενική: generis) (3ης κλίσης)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- genus duco ab aliquo (κατάγομαι από κάποιον)
- sui generis (του εαυτού γένους, ιδιότυπος, ιδιόρρυθμος)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
genus ουδέτερο (4ης κλίσης)