αργοπορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αργοπορώ < αργο- + -πορώ (< πόρος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɾ.ɣo.poˈɾo/

αργοπορώ

  1. φτάνω κάπου με καθυστέρηση
  2. πορεύομαι με αργό ρυθμό
     συνώνυμα: βραδυπορώ
  3. (μεταφορικά) κάνω κάτι με αργό τρόπο
    ν' αποσπάσετε // τα δεσμά των ονείρων // Τι αργοπορείτε; (Α. Κάλβος, Εις Χίον, ΙΓ)
     συνώνυμα: χασομερώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]