ορολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ορολόγος | οι | ορολόγοι |
γενική | του/της | ορολόγου | των | ορολόγων |
αιτιατική | τον/την | ορολόγο | τους/τις | ορολόγους |
κλητική | ορολόγε | ορολόγοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορολόγος < ορολογ(ία) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική terminologist Μορφολογικά αναλύεται σε ορο- (ο όρος) + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας που ειδικεύεται στην ορολογία2
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορολόγος
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ορο-, όπως ο όρος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)