οροθέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οροθέτηση | οι | οροθετήσεις |
γενική | της | οροθέτησης* | των | οροθετήσεων |
αιτιατική | την | οροθέτηση | τις | οροθετήσεις |
κλητική | οροθέτηση | οροθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οροθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οροθέτηση θηλυκό
- η οροσήμανση
- άλλη μορφή του οριοθέτηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οροθέτηση
|