ορόσημο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορόσημο τα ορόσημα
      γενική του ορόσημου
οροσήμου
των ορόσημων
οροσήμων
    αιτιατική το ορόσημο τα ορόσημα
     κλητική ορόσημο ορόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορόσημο < όρος + σήμα + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική landmark)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ορόσημο ουδέτερο

  1. σημάδι που τοποθετείται προς κατάδειξη των ορίων μιας έκτασης
  2. γεγονός ή στιγμή που συνιστά σταθμό στην ιστορία
    Η αντιπαράθεσή μας θα αποτελέσει ορόσημο για την υπόλοιπη ζωή μας.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]