landmark
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
landmark | landmarks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]landmark (en)
ενικός | πληθυντικός |
landmark | landmarks |
landmark (en)