term

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

term < (κληρονομημένο) μέση αγγλική term < παλαιά γαλλική terme < λατινική terminus (όριο, τέλος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɜːm/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
term terms

term (en)

  1. διάρκεια
  2. διορία
  3. θητεία
  4. (χρονική) προθεσμία
  5. σχολικό τρίμηνο
  6. ο όρος, η λέξη
    technical terms - τεχνικοί όροι
     συνώνυμα: word
  7. ο όρος
    the terms of an agreement - οι όροι μιας συμφωνίας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη condition
  8. πέρας, τέλος
  9. συμφωνία

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας term
γ΄ ενικό ενεστώτα terms
αόριστος termed
παθητική μετοχή termed
ενεργητική μετοχή terming

term (en)

  1. επονομάζω
  2. ορίζω

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 634. ISBN 9780194325684. , λήμμα: όρος