term
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
term | terms |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- term < (κληρονομημένο) μέση αγγλική term < παλαιά γαλλική terme < λατινική terminus (όριο, τέλος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
term (en)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | term |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | terms |
αόριστος | termed |
παθητική μετοχή | termed |
ενεργητική μετοχή | terming |
term (en)