midterm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]midterm (en)
- συνήθως για μέση διδακτική υποπερίοδο με την αντίστοιχη εξέταση:
μεσοδιάστημα, ημιπερίοδος
midterm (en)